εμπυροσκοπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εμπυροσκοπία < εμπυροσκόπος + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εμπυροσκοπία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- εμπυροσκόπος
- → δείτε τις λέξεις έμπυρος, πυρ και σκοπός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμπυροσκοπία
|