εμπύρετος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμπύρετος < (καθαρεύουσα) < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμπύρετος. Συγχρονικά αναλύεται σε (εν-) εμ- + πυρετ(ός) + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαεμπύρετος, -η, -ο
- (ιατρική) αυτός που έχει πυρετό
- και σήμερα ο ασθενής συνεχίζει να είναι εμπύρετος
- αυτός που συνοδεύεται με πυρετό
- εμπύρετη νόσος, εμπύρετο νόσημα