εν-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εν- < αρχαία ελληνική ἐν- < πρόθεση ἐν. Δείτε και εν
Προφορά
επεξεργασία
Πρόθημα
επεξεργασία
εν- ή έν- πριν από τ, δ, θ, σ, ζ
- λόγια πρόθεση που δηλώνει ως πρόθημα
- (τόπο ή και χρόνο) μέσα, ανάμεσα, πάνω
- (σε επίθετα) ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη, τον τρόπο, ή για έμφαση
- με άγνωση σημασία[1]
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εν- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα έν- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εγ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα έγ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ελ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα έλ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εμ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα έμ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ερ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα έρ- στο Βικιλεξικό
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ εν- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ο Ευάγγελος Πετρούνιας, υπεύθυνος για τις ετυμολογίες του Λεξικού, σημειώνει: «χωρίς κάποια εμφανή σημασία» για τις λέξεις: ενισχύω, ενδιαφέρομαι, ενοχλώ, ελλείπω, ενοχή, ενόχληση