εγκάθετος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγκάθετος < αρχαία ελληνική ἐγκάθετος
Επίθετο
επεξεργασίαεγκάθετος, -η, -ο
- που σκόπιμα τοποθετείται κάπου, εκτελώντας πιστά συγκεκριμένες εντολές, συνήθως για την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία πολιτικών προσώπων
- Τραμπουκισμοί από εγκαθέτους του κόμματος.