plant
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
plant (en) πληθυντικός: plants
- φυτό
- εργοστάσιο
- κάτι που έχει τοποθετηθεί εσκεμμένα ώστε να ενοχοποιήσει κάποιον
ΡήμαΕπεξεργασία
plant (en) πληθυντικός: plants
- φυτεύω (φυτό)
- φυτεύω (τοποθετώ κάτι εσκεμμένα 'ωστε να ενοχοποιήσω κάποιον)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
plant | plants |
plant (fr) αρσενικό
- το φυτό