plant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
plant | plants |
plant (en)
- το φυτό
- ⮡ These plants flourish in sunny climates.
- Αυτά τα φυτά ευδοκιμούν σε ηλιόλουστα κλίματα.
- ⮡ These plants flourish in sunny climates.
- το εργοστάσιο
- (ανεπίσημο) βαλτός, κάτι που έχει τοποθετηθεί εσκεμμένα ώστε να ενοχοποιήσει κάποιον
- ⮡ The marijuana they found on him was a plant.
- Η μαριχουάνα που τον βρήκαν ήταν βαλτή.
- ⮡ The marijuana they found on him was a plant.
- βαλτός, που ενεργεί μυστικά και σύμφωνα με εντολή τρίτων για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό
- ⮡ He is a plant by the police to provide information.
- Είναι βαλτός από την αστυνομία, για να δίνει πληροφορίες.
- ⮡ He is a plant by the police to provide information.
- εγκάθετος, πρόσωπο που τοποθετείται σε ένα ακροατήριο για να προκαλέσει σκόπιμα σύγχυση, γέλιο κτλ.
- ⮡ A group of the employer’s plants caused a scene during the trade union’s meeting.
- Ομάδα εγκαθέτων της εργοδοσίας προκάλεσε επεισόδια κατά τη συνέλευση του συνδικάτου.
- ⮡ A group of the employer’s plants caused a scene during the trade union’s meeting.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | plant |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plants |
αόριστος | planted |
παθητική μετοχή | planted |
ενεργητική μετοχή | planting |
plant (en)
- φυτεύω, βάζω σπόρο ή ρίζα νεαρού φυτού μέσα στο έδαφος, σε χώμα, για να αναπτυχθεί
- ⮡ I planted some lemon trees.
- Φύτεψα μερικές λεμονιές.
- ⮡ It was decided to plant new trees in place of the burnt ones.
- Αποφασίστηκε να φυτευτούν νέα δέντρα στη θέση των καμένων.
- ⮡ They started reforestation and the mayor was the first to plant a tree.
- Άρχισαν την αναδάσωση και πρώτος ο δήμαρχος φύτεψε ένα δέντρο.
- ⮡ I planted some lemon trees.
- φυτεύω, καλύπτω μια έκταση με φυτά
- ⮡ The slope is planted with olives trees.
- Η πλαγιά είναι φυτεμένη με ελιές.
- ⮡ The slope is planted with olives trees.
- στυλώνω, στήνω, τοποθετώ γερά
- ⮡ He planted his feet firmly on the ground.
- Στύλωσε τα πόδια του γερά στο χώμα.
- ⮡ She planted herself in front of the fire.
- Στήθηκε μπροστά στη φωτιά.
- ⮡ He planted his feet firmly on the ground.
- τοποθετώ, βάζω, κρύβω κάτι όπως μια βόμβα σε ένα μέρος που δεν θα βρεθεί
- ⮡ They removed people from the building where a bomb had been planted.
- Απομάκρυναν τον κόσμο από το κτίριο, όπου είχε τοποθετηθεί βόμβα.
- ⮡ He planted a bomb on an airplane.
- Έβαλε μια βόμβα σε αεροπλάνο.
- ⮡ They removed people from the building where a bomb had been planted.
- φυτεύω, βάζω κάτι κρυφά και εσκεμμένα ώστε να ενοχοποιήσω κάποιον
- ⮡ I plant drugs on someone.
- Βάζω κρυφά ναρκωτικά σε κάποιον.
- ⮡ I plant drugs on someone.
- βάζω, στέλνω κάποιον να συμμετάσχει σε μια ομάδα, ειδικά για να κάνει μυστικές αναφορές για τα μέλη της
- ⮡ I plant a spy in a gang.
- Βάζω ένα χαφιέ σε μια συμμορία.
- ⮡ I plant a spy in a gang.
- φυτεύω, κάνω κάποιον να σκεφτεί ή να πιστέψει κάτι, ειδικά χωρίς να καταλάβει ότι του έδωσα την ιδέα
- ⮡ He planted the seed of doubt in him.
- Του φύτεψε τον σπόρο της αμφιβολίας.
- ⮡ He planted the seed of doubt in him.
Πηγές
επεξεργασία- plant (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- plant (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
plant | plants |
plant (fr) αρσενικό
- το φυτό