Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
plant plants

plant (en)

  1. το φυτό
    ⮡  These plants flourish in sunny climates.
    Αυτά τα φυτά ευδοκιμούν σε ηλιόλουστα κλίματα.
  2. το εργοστάσιο
    ⮡  a power plant - εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος
    ⮡  a steel plant - εργοστάσιο χαλυβουργίας
    ⮡  a sewage treatment plant - εργοστάσιο καθαρισμού λυμάτων
    ⮡  an automotive plant - εργοστάσιο αυτοκινήτων
    ⮡  a nuclear power plant - εργοστάσιο ατομικής ενέργειας
     συνώνυμα: factory
  3. (ανεπίσημο) βαλτός, κάτι που έχει τοποθετηθεί εσκεμμένα ώστε να ενοχοποιήσει κάποιον
    ⮡  The marijuana they found on him was a plant.
    Η μαριχουάνα που τον βρήκαν ήταν βαλτή.
  4. βαλτός, που ενεργεί μυστικά και σύμφωνα με εντολή τρίτων για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό
    ⮡  He is a plant by the police to provide information.
    Είναι βαλτός από την αστυνομία, για να δίνει πληροφορίες.
  5. εγκάθετος, πρόσωπο που τοποθετείται σε ένα ακροατήριο για να προκαλέσει σκόπιμα σύγχυση, γέλιο κτλ.
    ⮡  A group of the employer’s plants caused a scene during the trade union’s meeting.
    Ομάδα εγκαθέτων της εργοδοσίας προκάλεσε επεισόδια κατά τη συνέλευση του συνδικάτου.
ενεστώτας plant
γ΄ ενικό ενεστώτα plants
αόριστος planted
παθητική μετοχή planted
ενεργητική μετοχή planting

plant (en)

  1. φυτεύω, βάζω σπόρο ή ρίζα νεαρού φυτού μέσα στο έδαφος, σε χώμα, για να αναπτυχθεί
    ⮡  I planted some lemon trees.
    Φύτεψα μερικές λεμονιές.
    ⮡  It was decided to plant new trees in place of the burnt ones.
    Αποφασίστηκε να φυτευτούν νέα δέντρα στη θέση των καμένων.
    ⮡  They started reforestation and the mayor was the first to plant a tree.
    Άρχισαν την αναδάσωση και πρώτος ο δήμαρχος φύτεψε ένα δέντρο.
  2. φυτεύω, καλύπτω μια έκταση με φυτά
    ⮡  The slope is planted with olives trees.
    Η πλαγιά είναι φυτεμένη με ελιές.
  3. στυλώνω, στήνω, τοποθετώ γερά
    ⮡  He planted his feet firmly on the ground.
    Στύλωσε τα πόδια του γερά στο χώμα.
    ⮡  She planted herself in front of the fire.
    Στήθηκε μπροστά στη φωτιά.
  4. τοποθετώ, βάζω, κρύβω κάτι όπως μια βόμβα σε ένα μέρος που δεν θα βρεθεί
    ⮡  They removed people from the building where a bomb had been planted.
    Απομάκρυναν τον κόσμο από το κτίριο, όπου είχε τοποθετηθεί βόμβα.
    ⮡  He planted a bomb on an airplane.
    Έβαλε μια βόμβα σε αεροπλάνο.
  5. φυτεύω, βάζω κάτι κρυφά και εσκεμμένα ώστε να ενοχοποιήσω κάποιον
    ⮡  I plant drugs on someone.
    Βάζω κρυφά ναρκωτικά σε κάποιον.
  6. βάζω, στέλνω κάποιον να συμμετάσχει σε μια ομάδα, ειδικά για να κάνει μυστικές αναφορές για τα μέλη της
    ⮡  I plant a spy in a gang.
    Βάζω ένα χαφιέ σε μια συμμορία.
  7. φυτεύω, κάνω κάποιον να σκεφτεί ή να πιστέψει κάτι, ειδικά χωρίς να καταλάβει ότι του έδωσα την ιδέα
    ⮡  He planted the seed of doubt in him.
    Του φύτεψε τον σπόρο της αμφιβολίας.



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
plant plants

plant (fr) αρσενικό