βαλτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βαλτός | η | βαλτή | το | βαλτό |
γενική | του | βαλτού | της | βαλτής | του | βαλτού |
αιτιατική | τον | βαλτό | τη | βαλτή | το | βαλτό |
κλητική | βαλτέ | βαλτή | βαλτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βαλτοί | οι | βαλτές | τα | βαλτά |
γενική | των | βαλτών | των | βαλτών | των | βαλτών |
αιτιατική | τους | βαλτούς | τις | βαλτές | τα | βαλτά |
κλητική | βαλτοί | βαλτές | βαλτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /valˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βλα‐τός
- τονικό παρώνυμο: βάλτος
Επίθετο
επεξεργασίαβαλτός, -ή, -ό
- που τον έχουν βάλει, που βάλθηκε, που είναι βαλμένος
- (ειδικότερα) που έχει εισχωρήσει, μετά από εντολή άλλων, σε μια ομάδα ατόμων παριστάνοντας τον ομοϊδεάτη τους, είτε για να τους παρακολουθεί είτε για να τους υποκινεί ή παρακινεί να κάνουν ενέργειες που, κανονικά, δεν θα έκαναν
- ⮡ Τελικά ήταν βαλτός από τους γονείς μας για να μην πάμε στις διακοπές στα νησιά, αλλά να πάμε μαζί τους στο χωριό.
- (οικείο) που προσπαθεί επίμονα και με διάφορες δικαιολογίες και πλάγιους τρόπους να πετύχει κάτι στο οποίο δε συμφωνούν οι άλλοι
- ⮡ Αυτός είναι βαλτός να μας γυρίσει πίσω, επιμένει ακόμα ότι τον πονάει η κοιλιά του.
Εκφράσεις
επεξεργασία- βαλτός είσαι;: λέγεται όταν κάποιος μας εκνευρίζει κάνοντας ή λέγοντας πράγματα που είναι φανερό ότι είναι αντίθετα με τα συμφέροντά μας.