Δείτε επίσης: βαλτός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βάλτος οι βάλτοι
      γενική του βάλτου των βάλτων
    αιτιατική τον βάλτο τους βάλτους
     κλητική βάλτε βάλτοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βάλτος στη Γερμανία
(φωτο: Jan van der Crabben)

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βάλτος αρσενικό

  1. (γεωγραφία) η έκταση γης πλημμυρισμένη από γλυκό νερό με χαρακτηριστική βλάστηση από καλαμιώνες και βούρλα
  2. (μεταφορικά) η ακινησία, η στασιμότητα, η έλλειψη εξέλιξης και δημιουργικής πνοής

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1 2 βάλτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 1 2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.