Ετυμολογία

επεξεργασία
πνοή < αρχαία ελληνική πνοή

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pnoˈi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πνοή οι πνοές
      γενική της πνοής των πνοών
    αιτιατική την πνοή τις πνοές
     κλητική πνοή πνοές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

πνοή θηλυκό

  1. η ανάσα, αναπνοή
  2. το φύσημα αέρα
    ※  Αν πετύχουν, ο αγέρας γίνεται πνοή, πνεύμα, και «όπου θέλει πνει». Αν αποτύχουν, ήταν αέρας κοπανιστός. (Βασίλης Κατσικονούρης, Η ρωγμή των 7:45 μ.μ., εκδόσεις Καστανιώτη, 2016)
  3. (μεταφορικά) κίνητρο έμπνευσης, ζωής, δύναμης
    η μείωση του ΦΠΑ έδωσε πνοή στην οικονομία της χώρας

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • μέχρι τελευταίας πνοής  : μέχρι θανάτου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία