Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πνοή < αρχαία ελληνική πνοή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pnoˈi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πνοή οι πνοές
      γενική της πνοής των πνοών
    αιτιατική την πνοή τις πνοές
     κλητική πνοή πνοές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

πνοή θηλυκό

  1. η ανάσα, αναπνοή
  2. το φύσημα αέρα
  3. (μεταφορικά) κίνητρο έμπνευσης, ζωής, δύναμης
    η μείωση του ΦΠΑ έδωσε πνοή στην οικονομία της χώρας

Εκφράσεις επεξεργασία

  • μέχρι τελευταίας πνοής  : μέχρι θανάτου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία