ενικός         πληθυντικός  
inspiration inspirations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

inspiration (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η έμπνευση, η πνοή, η διαδικασία που συμβαίνει όταν κάποιος βλέπει ή ακούει κάτι που τον κάνει να έχει νέες ιδέες ή τον κάνει να θέλει να δημιουργήσει κάτι, ειδικά στην τέχνη, τη μουσική ή τη λογοτεχνία
    ⮡  divine/poetic inspiration - θεία/ποιητική έμπνευση
    ⮡  I draw my inspiration from nature.
    Αντλώ την έμπνευσή μου από τη φύση.
    ⮡  The poet’s source of inspiration is life itself.
    Πηγή έμπνευσης του ποιητή είναι η ίδια η ζωή.
    ⮡  a musical work full of inspiration - ένα μουσικό έργο γεμάτο πνοή
    ⮡  There is inspiration in his music.
    Η μουσική του έχει πνοή.
  2. (μετρήσιμο) η έμπνευση, ένα άτομο ή ένα πράγμα που είναι ο λόγος για τον οποίο κάποιος κάνει κάτι ή κάνει κάποιον να θέλει να είναι καλύτερος, πιο επιτυχημένος κτλ.
    ⮡  She was a constant inspiration for me.
    Ήταν μόνιμη έμπνευση για μένα.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έμπνευση, μια ξαφνική καλή ιδέα
    ⮡  At the last moment, the inspiration came to me to…
    Tην τελευταία στιγμή μού ήρθε η έμπνευση να…
    ⮡  I am out of inspiration.
    Mου έφυγε η έμπνευση.



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

inspiration (fr)

  1. η εισπνοή
  2. η έμπνευση
  3. ο οίστρος