inspiration
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
inspiration | inspirations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαinspiration (en)
- (μη μετρήσιμο) η έμπνευση, η πνοή, η διαδικασία που συμβαίνει όταν κάποιος βλέπει ή ακούει κάτι που τον κάνει να έχει νέες ιδέες ή τον κάνει να θέλει να δημιουργήσει κάτι, ειδικά στην τέχνη, τη μουσική ή τη λογοτεχνία
- ⮡ divine/poetic inspiration - θεία/ποιητική έμπνευση
- ⮡ I draw my inspiration from nature.
- Αντλώ την έμπνευσή μου από τη φύση.
- ⮡ The poet’s source of inspiration is life itself.
- Πηγή έμπνευσης του ποιητή είναι η ίδια η ζωή.
- ⮡ a musical work full of inspiration - ένα μουσικό έργο γεμάτο πνοή
- ⮡ There is inspiration in his music.
- Η μουσική του έχει πνοή.
- (μετρήσιμο) η έμπνευση, ένα άτομο ή ένα πράγμα που είναι ο λόγος για τον οποίο κάποιος κάνει κάτι ή κάνει κάποιον να θέλει να είναι καλύτερος, πιο επιτυχημένος κτλ.
- ⮡ She was a constant inspiration for me.
- Ήταν μόνιμη έμπνευση για μένα.
- ⮡ She was a constant inspiration for me.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έμπνευση, μια ξαφνική καλή ιδέα
- ⮡ At the last moment, the inspiration came to me to…
- Tην τελευταία στιγμή μού ήρθε η έμπνευση να…
- ⮡ I am out of inspiration.
- Mου έφυγε η έμπνευση.
- ⮡ At the last moment, the inspiration came to me to…
Πηγές
επεξεργασία- inspiration - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 285, 717. ISBN 9780194325684., λήμμα: έμπνευση, πνοή
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαinspiration (fr)