↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οίστρος οι οίστροι
      γενική του οίστρου των οίστρων
    αιτιατική τον οίστρο τους οίστρους
     κλητική οίστρε οίστροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οίστρος < αρχαία ελληνική οἶστρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈi.stɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οί‐στρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οίστρος αρσενικό

  1. (εντομολογία) είδος δίπτερων εντόμων που ενοχλούν και τρελαίνουν ορισμένα ζώα
     συνώνυμα: μύγα → δείτε τη λέξη  αλογόμυγα, βοϊδόμυγα
  2. (βιολογία) το σύνολο των φαινομένων που σχετίζονται με την ωορρηξία των θηλαστικών
  3. (μεταφορικά) πνευματική και ψυχική διέγερση
     συνώνυμα: δημιουργικότητα, έμπνευση, ενθουσιασμός, έξαρση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία