Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

oestrus < λατινική oestrus < αρχαία ελληνική οἶστρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

oestrus (en)

  1. ο οίστρος (έντομο)
  2. ο οίστρος (σε σχέση με την ωορρηξία)