οἶστρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οἶστρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοἶστρος αρσενικό
- αλογόμυγα, έντομο που προσβάλλει ζώα, πχ τα βοοειδή (ίσως Tabanus bovinus)
- δήγμα, τσίμπημα, οτιδήποτε οδηγεί σε μανία, παραφροσύνη
- έντονη επιθυμία, παράλογο πάθος
Συγγενικά
επεξεργασία- οἰστρόω
- οἰστράω
- οἰστρέω
- οἰστρηδόν
- οἰστρήεις
- οἰστρηλασία
- οἰστρηλατεῖται
- οἰστρηλατέω
- οἰστρήλατος
- οἴστρημα
- οἴστρησις
- οἰστροβολέω
- οἰστρογενέτωρ
- οἰστροδίνητος
- οἰστροδόνητος
- οἰστρόδονος
- οἰστρομανής
- οἰστρομανία
- οἰστροπλάνεια
- οἰστροπλήξ
- οἰστροφόρος
- οἰστρόω
- οἰστρώδης
Πηγές
επεξεργασία- οἶστρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οἶστρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
επεξεργασία- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883