αλογόμυγα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αλογόμυγα < αλογό- + μύγα. Δείτε και την ελληνιστική ἀλογομυῖα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλογόμυγα θηλυκό
- (έντομο) χοντρή μύγα της οποίας το θηλυκό τρέφεται από το αίμα των ζώων
- (μεταφορικά) πολύ ενοχλητικός άνθρωπος