↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσίμπημα τα τσιμπήματα
      γενική του τσιμπήματος των τσιμπημάτων
    αιτιατική το τσίμπημα τα τσιμπήματα
     κλητική τσίμπημα τσιμπήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσίμπημα < τσιμπώ, τσιμπη- + -μα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡sim.bi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσί‐μπη‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσίμπημα ουδέτερο

  1. το άγγιγμα με μυτερό αντικείμενο, ο νυγμός
    ⮡  το τσίμπημα της καρφίτσας
  2. δάγκωμα από έντομο
    ⮡  το τσίμπημα της μέλισσας
  3. το αποτέλεσμα του τσιμπώ, το σημάδι που μένει από το τσίμπημα
    ⮡  τα χέρια του είναι γεμάτα τσιμπήματα από τα κουνούπια
  4. οξύς, μικρής διάρκειας πόνος σε μέρος του σώματος
    ⮡  αισθάνομαι τσιμπήματα στο στομάχι
    ⮡  (μεταφορικά) ένιωσε ένα τσίμπημα ζήλιας
  5. (για πουλιά και ψάρια) το πιάσιμο της τροφής ή του δολώματος, το ράμφισμα
    ⮡  καθώς τραβούσε την πετονιά ένιωσε το τσίμπημα του ψαριού

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία