τσιμπηματάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσιμπηματάκι | τα | τσιμπηματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τσιμπηματάκι | τα | τσιμπηματάκια |
κλητική | τσιμπηματάκι | τσιμπηματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡sim.bi.maˈta.ci/
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσιμπηματάκι ουδέτερο
- το τσίμπημα που διαρκεί λίγο ή δεν πονάει πολύ
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσιμπηματάκι
|