Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

piqûre < piquer

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pi.kyʁ/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

piqûre (fr) θηλυκό

  1. το τσίμπημα
    la piqûre du frelon est très douleureuse
  2. η ένεση