Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sting stings

sting (en)

  1. (μετρήσιμο) το κεντρί, οξύ όργανο εντόμων
    ⮡  the sting of the bee - το κεντρί της μέλισσας
     συνώνυμα: stinger
  2. (μετρήσιμο) το τσίμπημα, ένα τραύμα που γίνεται όταν κάτι με τσιμπάει
    ⮡  wasp stings - τσιμπήματα από σφήκες
ενεστώτας sting
γ΄ ενικό ενεστώτα stings
αόριστος stung
παθητική μετοχή stung
ενεργητική μετοχή stinging
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

sting (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) τσιμπάω, κεντρίζω, καίω, για ένα έντομο ή φυτό, αγγίζει το δέρμα μου ή του κάνει μια πολύ μικρή τρύπα ώστε να νιώθω οξύ πόνο
    ⮡  I was stung by a wasp/by a scorpion.
    Με τσίμπησε μια σφήκα/ένας σκορπιός.
    ⮡  A wasp stung me.
    Με κέντρισε μια σφήκα.
    ⮡  The nettles stung my legs.
    Οι τσουκνίδες μου έκαψαν τα πόδια.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) καίω, νιώθω, ή κάνω κάποιον να νιώσει, έναν οξύ πόνο σε ένα μέρος του σώματός του
    ⮡  His cheek still stung from the slap.
    Το μάγουλό του ακόμα έκαιγε από το χαστούκι.
    ⮡  My eyes are stinging.
    Με καίνε τα μάτια μου.
  3. (μεταβατικό) καίω, κάνω κάποιον να νιώσει θυμό ή αναστάτωση
    ⮡  His words still sting me.
    Με καίνε ακόμα τα λόγια του.