sting
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sting | stings |
sting (en)
- το τσίμπημα
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | sting |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | stings |
αόριστος | stung |
παθητική μετοχή | stung |
ενεργητική μετοχή | stinging |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
sting (en)