σφήκα που κεντρίζει μια κάμπια

Ετυμολογία

επεξεργασία

κεντρίζω

  1. χτυπάω ή τρυπάω με κεντρί
  2. μπολιάζω, σχίζω ένα τμήμα φυτού και τοποθετώ μέσα σε αυτό μπόλι
  3. (μεταφορικά) ερεθίζω, παρακινώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
κεντρίζω < κέντρον + -ίζω

κεντρίζω

  1. χτυπάω ή τρυπάω με κεντρί, κεντρίζω
  2. (μεταφορικά) παρακινώ
  3. εμβολίζω