Δείτε επίσης: εμβολιάζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εμβολίζω < έμβολ(ο) + -ίζω < αρχαία ελληνική ἔμβολον, ουδέτερο του ἔμβολος < ἐμβάλλω < βάλλω

εμβολίζω (παθητική φωνή: εμβολίζομαι)

  1. διατρυπώ άλλο πλοίο με έμβολο που βρίσκεται στην πλώρη του δικού μου πλοίου, προκαλώντας του ρήγμα
  2. (κατ’ επέκταση) (για πλοίο ή όχημα) κτυπώ με το μπροστινό μου τμήμα τα πλευρά άλλου (πλοίου ή οχήματος
  3. (κατ’ επέκταση) ορμώ και κτυπώ κάτι ή κάποιον με ορισμένο αντικείμενο που το χρησιμοποιώ σαν έμβολο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία