πλώρη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλώρη | οι | πλώρες |
γενική | της | πλώρης | των | πλωρών |
αιτιατική | την | πλώρη | τις | πλώρες |
κλητική | πλώρη | πλώρες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλώρη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πλώρ(α) + -η θηλυκό, κατά το πρύμη[1] < αρχαία ελληνική πρῷρα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈplo.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλώ‐ρη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλώρη θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασία- βάζω πλώρη: ξεκινώ για κάπου, (μεταφορικά) ξεκινώ κάποια επιδίωξη
- ※ Είχε βάλει πλώρη να στεφανωθεί το γέρο και τα κατάφερε. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Παροιμίες
επεξεργασία- αλάργα από πλώρη καραβιού κι από κώλο μουλαριού (η επικινδυνότητα της διέλευσης σε κοντινή απόσταση)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- πλώρη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλώρη
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πλώρη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας