↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλώρη οι πλώρες
      γενική της πλώρης των πλωρών
    αιτιατική την πλώρη τις πλώρες
     κλητική πλώρη πλώρες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλώρη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πλώρ(α) + θηλυκό, κατά το πρύμη[1] < αρχαία ελληνική πρῷρα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈplo.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλώ‐ρη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλώρη θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία
 
πλώρη τύπου θωρηκτού

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία