Δείτε επίσης: Πρύμνη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρύμνη οι πρύμνες
      γενική της πρύμνης των πρυμνών
    αιτιατική την πρύμνη τις πρύμνες
     κλητική πρύμνη πρύμνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρύμνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρύμνη / πρύμνα
 
Η πρύμνη ενός σκάφους.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾi.mni/
όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθρου την: ΔΦΑ : /tim‿ˈbɾi.mni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρύ‐μνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρύμνη θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρύμνη < → δείτε τη λέξη πρύμνα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρύμνη θηλυκό