πρυμίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπρυμίζω
- (ναυτικός όρος) στρέφω την πρύμνη προς τον άνεμο
- (μεταφορικά, παρωχημένο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πρυμίζω | πρύμιζα | θα πρυμίζω | να πρυμίζω | πρυμίζοντας | |
β' ενικ. | πρυμίζεις | πρύμιζες | θα πρυμίζεις | να πρυμίζεις | πρύμιζε | |
γ' ενικ. | πρυμίζει | πρύμιζε | θα πρυμίζει | να πρυμίζει | ||
α' πληθ. | πρυμίζουμε | πρυμίζαμε | θα πρυμίζουμε | να πρυμίζουμε | ||
β' πληθ. | πρυμίζετε | πρυμίζατε | θα πρυμίζετε | να πρυμίζετε | πρυμίζετε | |
γ' πληθ. | πρυμίζουν(ε) | πρύμιζαν πρυμίζαν(ε) |
θα πρυμίζουν(ε) | να πρυμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πρύμισα | θα πρυμίσω | να πρυμίσω | πρυμίσει | ||
β' ενικ. | πρύμισες | θα πρυμίσεις | να πρυμίσεις | πρύμισε | ||
γ' ενικ. | πρύμισε | θα πρυμίσει | να πρυμίσει | |||
α' πληθ. | πρυμίσαμε | θα πρυμίσουμε | να πρυμίσουμε | |||
β' πληθ. | πρυμίσατε | θα πρυμίσετε | να πρυμίσετε | πρυμίστε | ||
γ' πληθ. | πρύμισαν πρυμίσαν(ε) |
θα πρυμίσουν(ε) | να πρυμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πρυμίσει | είχα πρυμίσει | θα έχω πρυμίσει | να έχω πρυμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πρυμίσει | είχες πρυμίσει | θα έχεις πρυμίσει | να έχεις πρυμίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πρυμίσει | είχε πρυμίσει | θα έχει πρυμίσει | να έχει πρυμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πρυμίσει | είχαμε πρυμίσει | θα έχουμε πρυμίσει | να έχουμε πρυμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πρυμίσει | είχατε πρυμίσει | θα έχετε πρυμίσει | να έχετε πρυμίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πρυμίσει | είχαν πρυμίσει | θα έχουν πρυμίσει | να έχουν πρυμίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρυμίζω
|