Ετυμολογία

επεξεργασία
πρυμίζω < πρύμη + -ίζω

πρυμίζω

  1. (ναυτικός όρος) στρέφω την πρύμνη προς τον άνεμο
  2. (μεταφορικά, παρωχημένο)
    1. σπεύδω να φύγω
    2. μεταβάλλω γνώμη ή άποψη

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία