Δείτε επίσης: πρυμνόδετος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρυμνοδέτης οι πρυμνοδέτες
      γενική του πρυμνοδέτη των πρυμνοδετών
    αιτιατική τον πρυμνοδέτη τους πρυμνοδέτες
     κλητική πρυμνοδέτη πρυμνοδέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρυμνοδέτης < πρύμν(η) + -ο- + -δέτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρυμνοδέτης αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος) αλυσίδα ή σχοινί με τα οποία προσδένουν πλεούμενο, από την πρύμνη του, στη στεριά ή σε άλλο πλεούμενο
     συνώνυμα: πρυμάτσα
  2. (ναυτικός όρος) ναυτικός υπεύθυνος για την πρυμνοδέτηση

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • πρυμνοδέτης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)