Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πρυμνόδετος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πρυμνόδετ
ος
η
πρυμνόδετ
η
το
πρυμνόδετ
ο
γενική
του
πρυμνόδετ
ου
της
πρυμνόδετ
ης
του
πρυμνόδετ
ου
αιτιατική
τον
πρυμνόδετ
ο
την
πρυμνόδετ
η
το
πρυμνόδετ
ο
κλητική
πρυμνόδετ
ε
πρυμνόδετ
η
πρυμνόδετ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πρυμνόδετ
οι
οι
πρυμνόδετ
ες
τα
πρυμνόδετ
α
γενική
των
πρυμνόδετ
ων
των
πρυμνόδετ
ων
των
πρυμνόδετ
ων
αιτιατική
τους
πρυμνόδετ
ους
τις
πρυμνόδετ
ες
τα
πρυμνόδετ
α
κλητική
πρυμνόδετ
οι
πρυμνόδετ
ες
πρυμνόδετ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πρυμνόδετος
<
πρύμν(η)
+
-ο-
+
-δετος
Επίθετο
επεξεργασία
πρυμνόδετος, -η, -ο
(
ναυτικός όρος
) ο
πρυμνοδετημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρυμνόδετος
→
δείτε
τη λέξη
πρυμνοδετημένος