Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πρυμνοδετημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πρυμνοδετημέν
ος
η
πρυμνοδετημέν
η
το
πρυμνοδετημέν
ο
γενική
του
πρυμνοδετημέν
ου
της
πρυμνοδετημέν
ης
του
πρυμνοδετημέν
ου
αιτιατική
τον
πρυμνοδετημέν
ο
την
πρυμνοδετημέν
η
το
πρυμνοδετημέν
ο
κλητική
πρυμνοδετημέν
ε
πρυμνοδετημέν
η
πρυμνοδετημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πρυμνοδετημέν
οι
οι
πρυμνοδετημέν
ες
τα
πρυμνοδετημέν
α
γενική
των
πρυμνοδετημέν
ων
των
πρυμνοδετημέν
ων
των
πρυμνοδετημέν
ων
αιτιατική
τους
πρυμνοδετημέν
ους
τις
πρυμνοδετημέν
ες
τα
πρυμνοδετημέν
α
κλητική
πρυμνοδετημέν
οι
πρυμνοδετημέν
ες
πρυμνοδετημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πρυμνοδετημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
πρυμνοδετώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρυμνοδετημένος