Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρυμνοδετημένος η πρυμνοδετημένη το πρυμνοδετημένο
      γενική του πρυμνοδετημένου της πρυμνοδετημένης του πρυμνοδετημένου
    αιτιατική τον πρυμνοδετημένο την πρυμνοδετημένη το πρυμνοδετημένο
     κλητική πρυμνοδετημένε πρυμνοδετημένη πρυμνοδετημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρυμνοδετημένοι οι πρυμνοδετημένες τα πρυμνοδετημένα
      γενική των πρυμνοδετημένων των πρυμνοδετημένων των πρυμνοδετημένων
    αιτιατική τους πρυμνοδετημένους τις πρυμνοδετημένες τα πρυμνοδετημένα
     κλητική πρυμνοδετημένοι πρυμνοδετημένες πρυμνοδετημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

πρυμνοδετημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία