ναυτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ναυτικός | η | ναυτική | το | ναυτικό |
γενική | του | ναυτικού | της | ναυτικής | του | ναυτικού |
αιτιατική | τον | ναυτικό | τη | ναυτική | το | ναυτικό |
κλητική | ναυτικέ | ναυτική | ναυτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ναυτικοί | οι | ναυτικές | τα | ναυτικά |
γενική | των | ναυτικών | των | ναυτικών | των | ναυτικών |
αιτιατική | τους | ναυτικούς | τις | ναυτικές | τα | ναυτικά |
κλητική | ναυτικοί | ναυτικές | ναυτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /na.ftiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ναυ‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαναυτικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ναυτικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαναυτικός αρσενικό