maritime
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαmaritime (en)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
maritime | maritimes |
Επίθετο
επεξεργασίαmaritime (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- transport maritime - θαλάσσια μεταφορά