ναυτιλία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ναυτιλία | οι | ναυτιλίες |
γενική | της | ναυτιλίας | των | ναυτιλιών |
αιτιατική | τη | ναυτιλία | τις | ναυτιλίες |
κλητική | ναυτιλία | ναυτιλίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ναυτιλία < αρχαία ελληνική |< ναυτίλος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ναυτιλία θηλυκό
- ο τομέας της οικονομίας που σχετίζεται με τη διάσχιση των θαλασσών από φορτηγά και επιβατηγά πλοία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ναυτιλία