υπεύθυνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπεύθυνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπεύθυνος < ὑπ- + εὐθην- (εὐθήνη) + -ος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈpe.fθi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πεύ‐θυ‐νος
- τονικό παρώνυμο: υπευθύνως
Επίθετο
επεξεργασίαυπεύθυνος, -η, -ο
- (και ως ουσιαστικό) που ευθύνεται για κάτι, που προκάλεσε κάτι και καλείται να υποστεί τις συνέπειες
- (και ως ουσιαστικό) που έχει αναλάβει να εκτελέσει ένα ορισμένο έργο, που του έχει ανατεθεί ένα συγκεκριμένο καθήκον
- για θέση ευθύνης
- ↪ Όλοι τον εκτιμούν και αναμένεται να του ανατεθεί μια υπεύθυνη θέση στην εταιρεία.
- που διακατέχεται από αίσθημα ευθύνης κατά την άσκηση των καθηκόντων του, που χαρακτηρίζεται από υπευθυνότητα
- ↪ Ο Γιώργος είναι ένας πολύ υπεύθυνος και αξιόπιστος άνθρωπος.
- ≠ αντώνυμα: ανεύθυνος
- ≈ συνώνυμα: αξιόπιστος
Συγγενικά
επεξεργασία- ανευθυνοϋπεύθυνος
- ανυπεύθυνα (επίρρημα)
- ανυπεύθυνος
- ανυπευθύνως (επίρρημα)
- συνυπεύθυνος
- συνυπευθυνότητα
- υπεύθυνα (επίρρημα)
- υπευθυνότητα
- υπευθύνως (επίρρημα)
→ και δείτε τη λέξη ευθύνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπεύθυνος