υπεύθυνος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπεύθυνος < αρχαία ελληνική ὑπεύθυνος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
υπεύθυνος, -η, -ο
- (και ως ουσιαστικό) που ευθύνεται για κάτι, που προκάλεσε κάτι και καλείται να υποστεί τις συνέπειες
- (και ως ουσιαστικό) που έχει αναλάβει να εκτελέσει ένα ορισμένο έργο, που του έχει ανατεθεί ένα συγκεκριμένο καθήκον
- για θέση ευθύνης
- όλοι τον εκτιμούν και αναμένεται να του ανατεθεί μια υπεύθυνη θέση στην εταιρεία
- που διακατέχεται από αίσθημα ευθύνης κατά την άσκηση των καθηκόντων του, που χαρακτηρίζεται από υπευθυνότητα
Επεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υπεύθυνος