Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανευθυνοϋπεύθυνος η ανευθυνοϋπεύθυνη το ανευθυνοϋπεύθυνο
      γενική του ανευθυνοϋπεύθυνου της ανευθυνοϋπεύθυνης του ανευθυνοϋπεύθυνου
    αιτιατική τον ανευθυνοϋπεύθυνο την ανευθυνοϋπεύθυνη το ανευθυνοϋπεύθυνο
     κλητική ανευθυνοϋπεύθυνε ανευθυνοϋπεύθυνη ανευθυνοϋπεύθυνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανευθυνοϋπεύθυνοι οι ανευθυνοϋπεύθυνες τα ανευθυνοϋπεύθυνα
      γενική των ανευθυνοϋπεύθυνων των ανευθυνοϋπεύθυνων των ανευθυνοϋπεύθυνων
    αιτιατική τους ανευθυνοϋπεύθυνους τις ανευθυνοϋπεύθυνες τα ανευθυνοϋπεύθυνα
     κλητική ανευθυνοϋπεύθυνοι ανευθυνοϋπεύθυνες ανευθυνοϋπεύθυνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανευθυνοϋπεύθυνος < νεολογισμός από το ανεύθυνος και το υπεύθυνος

  Επίθετο επεξεργασία

ανευθυνοϋπεύθυνος, -η, -ο

  1. για άτομο που ενώ έχει μια συγκεκριμένη ευθύνη, εντούτοις την παραμελεί υποστηρίζοντας ότι την φέρει άλλος, που φέρεται ανεύθυνα ενώ έχει νευραλγική θέση σε έναν τομέα
  2. για άτομο που έχει οριστεί ως υπεύθυνο σε έναν τομέα, αλλά που για διάφορους λόγους δεν το αφήνουν να διεκπεραιώσει τις υποχρεώσεις του και στην πράξη του αφαιρούν την αρμοδιότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία