ανευθυνοϋπεύθυνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανευθυνοϋπεύθυνος < νεολογισμός από το ανεύθυνος και το υπεύθυνος
Επίθετο επεξεργασία
ανευθυνοϋπεύθυνος, -η, -ο
- για άτομο που ενώ έχει μια συγκεκριμένη ευθύνη, εντούτοις την παραμελεί υποστηρίζοντας ότι την φέρει άλλος, που φέρεται ανεύθυνα ενώ έχει νευραλγική θέση σε έναν τομέα
- για άτομο που έχει οριστεί ως υπεύθυνο σε έναν τομέα, αλλά που για διάφορους λόγους δεν το αφήνουν να διεκπεραιώσει τις υποχρεώσεις του και στην πράξη του αφαιρούν την αρμοδιότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανευθυνοϋπεύθυνος
|