Δείτε επίσης: αἴτιος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αίτιος οι αίτιοι
      γενική του αιτίου των αιτίων
    αιτιατική τον αίτιο τους αιτίους
     κλητική αίτιε αίτιοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αίτιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἴτιος[1] < αἰτέω, -ῶ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αίτιος αρσενικό

  • αυτός που προκάλεσε ένα γεγονός, αυτός που θεωρείται υπεύθυνος για κάτι κακό (ή καλό) που συνέβη
    Ποιος είναι ο αίτιος της καταστροφής;

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία