αίτιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αίτιος | οι | αίτιοι |
γενική | του | αιτίου | των | αιτίων |
αιτιατική | τον | αίτιο | τους | αιτίους |
κλητική | αίτιε | αίτιοι | ||
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αίτιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἴτιος[1] < αἰτέω, -ῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασίααίτιος αρσενικό
- αυτός που προκάλεσε ένα γεγονός, αυτός που θεωρείται υπεύθυνος για κάτι κακό (ή καλό) που συνέβη
- Ποιος είναι ο αίτιος της καταστροφής;
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αίτιος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αίτιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας