responsable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΑνορθογραφία
επεξεργασίαΓαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʁɛ.sp̃ɔ.sabl/
- ⓘ
Επίθετο
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
responsable | responsables |
responsable (fr) αρσενικό ή θηλυκό