Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ʁɛs.pɔ̃.sabl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
irresponsable irresponsables

irresponsable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ανεύθυνος
  2. ακαταλόγιστος