Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαταλόγιστος η ακαταλόγιστη το ακαταλόγιστο
      γενική του ακαταλόγιστου της ακαταλόγιστης του ακαταλόγιστου
    αιτιατική τον ακαταλόγιστο την ακαταλόγιστη το ακαταλόγιστο
     κλητική ακαταλόγιστε ακαταλόγιστη ακαταλόγιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαταλόγιστοι οι ακαταλόγιστες τα ακαταλόγιστα
      γενική των ακαταλόγιστων των ακαταλόγιστων των ακαταλόγιστων
    αιτιατική τους ακαταλόγιστους τις ακαταλόγιστες τα ακαταλόγιστα
     κλητική ακαταλόγιστοι ακαταλόγιστες ακαταλόγιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακαταλόγιστος < α- + καταλογίζω + -τος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική irresponsable)

  Επίθετο επεξεργασία

ακαταλόγιστος, η, ο

  1. (νομικός όρος) που δεν μπορεί να του καταλογιστεί ευθύνη, επειδή ενεργεί παράλογα, είτε επειδή πάσχει από ψυχιατρικό νόσημα είτε για άλλους λόγους
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ακαταλόγιστο

Αντώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • Ο κατηγορούμενος έχει το ακαταλόγιστο: (νομικός όρος) όταν λόγω ψυχικής νόσου του κατηγορουμένου, ή μέθης, ή άλλης κατάστασης όπου εμφανίζει μη "σώας τας φρένας", κατά το χρόνο τέλεσης αδίκου πράξης δεν μπορεί να του καταλογισθεί καμία ευθύνη

  Μεταφράσεις επεξεργασία