Ετυμολογία

επεξεργασία
καταλογίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταλογίζω (λογαριάζω, αποδίδω)[1] ή καταλογίζομαι[2] < κατα- + < λογισμός < λόγος < λέγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leǵ-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ta.loˈʝi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐λο‐γί‐ζω

καταλογίζω, αόρ.: καταλόγισα, παθ.φωνή: καταλογίζομαι, π.αόρ.: καταλογίστηκα/καταλογίσθηκα, μτχ.π.π.: καταλογισμένος

  1. αποδίδω, επιρρίπτω, προσάπτω ευθύνη
    ※  Αν και τασσόταν στο πλευρό της νόμιμης κυβέρνησης του Μαυροκορδάτου, δεν δίσταζε να της καταλογίζει και ευθύνες. (Νίκος Θέμελης (2014). Η αναχώρηση [μυθιστόρημα])
  2. λογαριάζω σε βάρος κάποιου
  3. χρεώνω, φορτώνω ή επιφορτώνω ευθύνη, τέλη, έξοδα κ.λπ.
  4. γράφω στον κατάλογο, ταξινομώ και αναθέτω
    ⮡  λόγω έκτακτης βάρδιας, αναγκαστικά καταλογίστηκαν δύο επιπλέον άτομα να καταλάβουν το συγκεκριμένο πόστο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις και-1, κατά και λέγω

Παθητικοί αόριστοι: καταλογίστηκα, καταλογίσθηκα (λογιότερο)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. καταλογίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.