attribute
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά 1 επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈætɹɪbjuːt/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
attribute | attributes |
attribute (en)
- η ιδιότητα, το χαρακτηριστικό
- ↪ Speech is one of the attributes of man.
- Ο λόγος είναι μία από τις ιδιότητες/ένα από τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη characteristic
- ↪ Speech is one of the attributes of man.
- (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) ιδιοχαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό γνώρισμα [1]
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) το χαρακτηριστικό ενός αντικειμένου[2]
- δείτε επίσης: attribute στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (βάσεις δεδομένων) στήλη ή γνώρισμα ή ιδιότητα ενός πίνακα (table) στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων. Ο όρος attribute (γνώρισμα ή ιδιότητα) χρησιμοποιείται κυρίως στη θεωρία της επιστήμης των υπολογιστών.
Δείτε επίσης επεξεργασία
- attribute στην αγγλική Βικιπαίδεια
Προφορά 2 επεξεργασία
- ΔΦΑ : /əˈtɹɪbjuːt/
- ⓘ
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | attribute |
γ΄ ενικό ενεστώτα | attributes |
αόριστος | attributed |
παθητική μετοχή | attributed |
ενεργητική μετοχή | attributing |
attribute (en)
επεξεργασία
- ↑ «ιδιοχαρακτηριστικό», «χαρακτηριστικό γνώρισμα» από αναζήτηση «attribute» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
- ↑ Costas Mourlas, Ph.D., Αντικειμενοστρεφής Προγραμματισμός, σελ. 21, University of Cyprus . Προσπέλαση 2019-11-15
Πηγές επεξεργασία
- attribute (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- attribute (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 963. ISBN 9780194325684., λήμμα: χαρακτηριστικό