Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταλογιστός η καταλογιστή το καταλογιστό
      γενική του καταλογιστού της καταλογιστής του καταλογιστού
    αιτιατική τον καταλογιστό την καταλογιστή το καταλογιστό
     κλητική καταλογιστέ καταλογιστή καταλογιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταλογιστοί οι καταλογιστές τα καταλογιστά
      γενική των καταλογιστών των καταλογιστών των καταλογιστών
    αιτιατική τους καταλογιστούς τις καταλογιστές τα καταλογιστά
     κλητική καταλογιστοί καταλογιστές καταλογιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταλογιστός < καταλογίζω

  Επίθετο επεξεργασία

καταλογιστός, -η, -ο

  • αυτός που υπόκειται ή επιβαρύνεται με κάποιο καταλογισμό (ευθύνης, πράξης, πληρωμής τελών, κ.λπ.)

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία