ενεστώτας assign
γ΄ ενικό ενεστώτα assigns
αόριστος assigned
παθητική μετοχή assigned
ενεργητική μετοχή assigning

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /əˈsaɪn/
 

assign (en)

  1. αναθέτω, δίνω σε κάποιον δουλειά ή ευθύνη
    ⮡  They assigned him an important mission.
    Του ανάθεσαν μια σημαντική αποστολή.
    ⮡  I assign a task to somebody.
    Αναθέτω μια δουλειά σε κάποιον.
  2. αποδίδω ιδιότητα (σε), προσάπτω, καταλογίζω
  3. (προγραμματισμός) αναθέτω, εκχωρώ, τιμή σε μεταβλητή (variable)
    ※  To assign a value to the variable, use the equal sign: var carName = "Volvo"; (JavaScript tutorial) [1]
    Για να αναθέσετε μια τιμή στη μεταβλητή, χρησιμοποιήστε το σύμβολο ίσου: var carName = "Volvo";

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. (αγγλικά) JavaScript Variables. Πρόσβαση 2020-10-27.