αναθέτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναθέτω < αρχαία ελληνική ἀνατίθημι ανά+θέτω
Ρήμα
επεξεργασίααναθέτω, πρτ.: ανέθετα, στ.μέλλ.: θα αναθέσω, αόρ.: ανέθεσα, παθ.φωνή: ανατίθεμαι
- ορίζω κάποιον ως υπεύθυνο ενός έργου, του δίνω μια αρμοδιότητα, ευθύνη, υποχρέωση
- (προγραμματισμός) δίνω τιμή σε μεταβλητή
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναθέτω | ανέθετα | θα αναθέτω | να αναθέτω | αναθέτοντας | |
β' ενικ. | αναθέτεις | ανέθετες | θα αναθέτεις | να αναθέτεις | ανέθετε | |
γ' ενικ. | αναθέτει | ανέθετε | θα αναθέτει | να αναθέτει | ||
α' πληθ. | αναθέτουμε | αναθέταμε | θα αναθέτουμε | να αναθέτουμε | ||
β' πληθ. | αναθέτετε | αναθέτατε | θα αναθέτετε | να αναθέτετε | αναθέτετε | |
γ' πληθ. | αναθέτουν(ε) | ανέθεταν αναθέταν(ε) |
θα αναθέτουν(ε) | να αναθέτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανέθεσα | θα αναθέσω | να αναθέσω | αναθέσει | ||
β' ενικ. | ανέθεσες | θα αναθέσεις | να αναθέσεις | ανέθεσε | ||
γ' ενικ. | ανέθεσε | θα αναθέσει | να αναθέσει | |||
α' πληθ. | αναθέσαμε | θα αναθέσουμε | να αναθέσουμε | |||
β' πληθ. | αναθέσατε | θα αναθέσετε | να αναθέσετε | αναθέστε | ||
γ' πληθ. | ανέθεσαν αναθέσαν(ε) |
θα αναθέσουν(ε) | να αναθέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναθέσει | είχα αναθέσει | θα έχω αναθέσει | να έχω αναθέσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναθέσει | είχες αναθέσει | θα έχεις αναθέσει | να έχεις αναθέσει | έχε ανατεθειμένο | |
γ' ενικ. | έχει αναθέσει | είχε αναθέσει | θα έχει αναθέσει | να έχει αναθέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναθέσει | είχαμε αναθέσει | θα έχουμε αναθέσει | να έχουμε αναθέσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναθέσει | είχατε αναθέσει | θα έχετε αναθέσει | να έχετε αναθέσει | έχετε ανατεθειμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αναθέσει | είχαν αναθέσει | θα έχουν αναθέσει | να έχουν αναθέσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ανατεθειμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ανατεθειμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ανατεθειμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ανατεθειμένο |