• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

charger

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
  • 2 Γαλλικά (fr)
    • 2.1 Προφορά
    • 2.2 Ρήμα
      • 2.2.1 Συγγενικές λέξεις

Αγγλικά (en) Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
charger chargers

  Ετυμολογία Επεξεργασία

charger < charge + -er

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

charger (en)

  • ο φορτιστής
    ↪ phone charger - φορτιστής κινητού

Γαλλικά (fr) Επεξεργασία

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʃaʁ.ʒe/

  Ρήμα Επεξεργασία

charger (fr)

  1. φορτώνω
  2. φορτίζω
  3. αναθέτω

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

  • charge
  • chargé - chargée
  • chargement
  • chargeur
  • chargeuse
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=charger&oldid=5842526"
Τελευταία επεξεργασία στις 23 Αυγούστου 2023, στις 20:13

Γλώσσες

    • العربية
    • বাংলা
    • Català
    • Čeština
    • Deutsch
    • English
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Հայերեն
    • Bahasa Indonesia
    • Interlingue
    • Ido
    • Italiano
    • ಕನ್ನಡ
    • 한국어
    • Kurdî
    • Limburgs
    • Malagasy
    • മലയാളം
    • မြန်မာဘာသာ
    • Nederlands
    • Norsk
    • Occitan
    • Polski
    • Português
    • Русский
    • Sängö
    • ၽႃႇသႃႇတႆး
    • Simple English
    • Svenska
    • தமிழ்
    • తెలుగు
    • Türkçe
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 23 Αυγούστου 2023, στις 20:13.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie