ἀνατίθημι
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Ρήμα Επεξεργασία
ἀνατίθημι
- εμπιστεύομαι, αφιερώνω, απονέμω, αλλά και μετατοπίζω, απομακρύνω, αναβάλλω
- (στη μέση φωνή) ἀνατίθεμαι: αναλαμβάνω, διευθετώ ξανά από την αρχή, ανακαλώ
ἀνατίθημι