λογαριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λογαριάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λογαριάζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /lo.ɣaɾˈʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λο‐γα‐ριά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαλογαριάζω, αόρ.: λογάριασα, παθ.φωνή: λογαριάζομαι, π.αόρ.: λογαριάστηκα, μτχ.π.π.: λογαριασμένος
- κάνω αριθμητικές πράξεις για να βρω το αποτέλεσμα
- προσπαθώ να εκτιμήσω ένα ορισμένο μέγεθος
- παίρνω υπόψη μου κάτι ή κάποιον πριν ενεργήσω, δείχνω σεβασμό στις επιπτώσεις που ίσως έχει πάνω σε άλλους μια ενέργειά μου
- σχεδιάζω, σκέφτομαι να κάνω κάτι
- (παθητική φωνή) έρχομαι σε σύγκρουση, αναμετριέμαι
- ⮡ Θα λογαριαστούμε εμείς οι δυο.
Συγγενικά
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λογαριάζω | λογάριαζα | θα λογαριάζω | να λογαριάζω | λογαριάζοντας | |
β' ενικ. | λογαριάζεις | λογάριαζες | θα λογαριάζεις | να λογαριάζεις | λογάριαζε | |
γ' ενικ. | λογαριάζει | λογάριαζε | θα λογαριάζει | να λογαριάζει | ||
α' πληθ. | λογαριάζουμε | λογαριάζαμε | θα λογαριάζουμε | να λογαριάζουμε | ||
β' πληθ. | λογαριάζετε | λογαριάζατε | θα λογαριάζετε | να λογαριάζετε | λογαριάζετε | |
γ' πληθ. | λογαριάζουν(ε) | λογάριαζαν λογαριάζαν(ε) |
θα λογαριάζουν(ε) | να λογαριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λογάριασα | θα λογαριάσω | να λογαριάσω | λογαριάσει | ||
β' ενικ. | λογάριασες | θα λογαριάσεις | να λογαριάσεις | λογάριασε | ||
γ' ενικ. | λογάριασε | θα λογαριάσει | να λογαριάσει | |||
α' πληθ. | λογαριάσαμε | θα λογαριάσουμε | να λογαριάσουμε | |||
β' πληθ. | λογαριάσατε | θα λογαριάσετε | να λογαριάσετε | λογαριάστε | ||
γ' πληθ. | λογάριασαν λογαριάσαν(ε) |
θα λογαριάσουν(ε) | να λογαριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λογαριάσει | είχα λογαριάσει | θα έχω λογαριάσει | να έχω λογαριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις λογαριάσει | είχες λογαριάσει | θα έχεις λογαριάσει | να έχεις λογαριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει λογαριάσει | είχε λογαριάσει | θα έχει λογαριάσει | να έχει λογαριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λογαριάσει | είχαμε λογαριάσει | θα έχουμε λογαριάσει | να έχουμε λογαριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε λογαριάσει | είχατε λογαριάσει | θα έχετε λογαριάσει | να έχετε λογαριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λογαριάσει | είχαν λογαριάσει | θα έχουν λογαριάσει | να έχουν λογαριάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λογαριάζομαι | λογαριαζόμουν(α) | θα λογαριάζομαι | να λογαριάζομαι | ||
β' ενικ. | λογαριάζεσαι | λογαριαζόσουν(α) | θα λογαριάζεσαι | να λογαριάζεσαι | (λογαριάζου) | |
γ' ενικ. | λογαριάζεται | λογαριαζόταν(ε) | θα λογαριάζεται | να λογαριάζεται | ||
α' πληθ. | λογαριαζόμαστε | λογαριαζόμαστε λογαριαζόμασταν |
θα λογαριαζόμαστε | να λογαριαζόμαστε | ||
β' πληθ. | λογαριάζεστε | λογαριαζόσαστε λογαριαζόσασταν |
θα λογαριάζεστε | να λογαριάζεστε | (λογαριάζεστε) | |
γ' πληθ. | λογαριάζονται | λογαριάζονταν λογαριαζόντουσαν |
θα λογαριάζονται | να λογαριάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λογαριάστηκα | θα λογαριαστώ | να λογαριαστώ | λογαριαστεί | ||
β' ενικ. | λογαριάστηκες | θα λογαριαστείς | να λογαριαστείς | λογαριάσου | ||
γ' ενικ. | λογαριάστηκε | θα λογαριαστεί | να λογαριαστεί | |||
α' πληθ. | λογαριαστήκαμε | θα λογαριαστούμε | να λογαριαστούμε | |||
β' πληθ. | λογαριαστήκατε | θα λογαριαστείτε | να λογαριαστείτε | λογαριαστείτε | ||
γ' πληθ. | λογαριάστηκαν λογαριαστήκαν(ε) |
θα λογαριαστούν(ε) | να λογαριαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω λογαριαστεί | είχα λογαριαστεί | θα έχω λογαριαστεί | να έχω λογαριαστεί | λογαριασμένος | |
β' ενικ. | έχεις λογαριαστεί | είχες λογαριαστεί | θα έχεις λογαριαστεί | να έχεις λογαριαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει λογαριαστεί | είχε λογαριαστεί | θα έχει λογαριαστεί | να έχει λογαριαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε λογαριαστεί | είχαμε λογαριαστεί | θα έχουμε λογαριαστεί | να έχουμε λογαριαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε λογαριαστεί | είχατε λογαριαστεί | θα έχετε λογαριαστεί | να έχετε λογαριαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν λογαριαστεί | είχαν λογαριαστεί | θα έχουν λογαριαστεί | να έχουν λογαριαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία λογαριάζω
Πηγές
επεξεργασία- λογαριάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λογαριάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαπαράγωγα και σύνθετα:
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ λογαριάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- με λογαρ- - λογαριάζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].