Δείτε επίσης: λογάρι, λογάριν

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λογάριον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λογάριον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λογάριον ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

λογάριον < υποκοριστικό του λόγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λογάριον ουδέτερο

  • μικρός λόγος
    ※  4ος↑ αιώνας Δημοσθένης, Περὶ τῆς παραπρεσβείας, 255 @scaife.perseus.org
    σὺ δʼ ἐκεῖ προτείνας καὶ ὑποσχὼν καὶ καταισχύνας τούτους ἐνθάδε σεμνολογεῖ, καὶ λογάρια δύστηνα μελετήσας καὶ φωνασκήσας οὐκ οἴει δίκην δώσειν τηλικούτων καὶ τοσούτων ἀδικημάτων,

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία