Δείτε επίσης: λογάρι, λογάριν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λογάριον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λογάριον με διαφορετική σημασία. Μορφολογικά αναλύεται σε λόγ(ος)  + υποκοριστικό επίθημα -άριον.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λογάριον ουδέτερο

  • χρήματα, θησαυρός, περιουσία, πλούτος
    ※  12ος αιώνας Ανωνύμου, Σπανέας, στίχ. 517 (516-517) @georgakas.lit.auth.gr
    ὁ κόσμος ἒν προσωρινὸς, ἡμέραις ὑπαγαίνουν,
    ὁ πλοῦτος, τὸ λογάριον ὡς ἄνεμος διαβαίνει.
    Wilhelm Wagner (επιμ.), Carmina graeca medii aevi, Teubner, Λειψία 1874, σ. 1-27.
    ※  12ος αιώνας Άνωνύμου, Διγενής Ακρίτης, χειρόγραφο Άνδρου (16ος-17ος αιώνας) Μηλιαράκης, Αντώνιος. (1881) Βασίλειος Διγενής Ακρίτης: εποποιία Βυζαντινή της 10της εκατονταετηρίδος κατά το εν Άνδρω ανευρεθέν χειρόγραφον. Εκ του Τυπογραφείου της "Ελλ. Ανεξαρτησιας".
    καὶ κτήματα ἀρίθμητα ἐπέδωκεν νὰ ἔχουν
    λογάριόν τε περισσὸν, καὶ δούλους καὶ δουλίδας,
    καὶ διαφόρους στολισμοὺς καὶ τὴν λοιπὴν οὐσίαν.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

από το λογάριν

από το λογάρι

Συγγενικά

επεξεργασία

κείμενα:


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λογάριον τὰ λογάρι
      γενική τοῦ λογαρίου τῶν λογαρίων
      δοτική τῷ λογαρί τοῖς λογαρίοις
    αιτιατική τὸ λογάριον τὰ λογάρι
     κλητική ! λογάριον λογάρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λογαρίω
γεν-δοτ τοῖν  λογαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λογάριον < λόγ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άριον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: λογάριον (με διαφορετική σημασία)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λογάριον ουδέτερο

  • (υποκοριστικό) μικρός λόγος
    ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Περὶ τῆς παραπρεσβείας, 255 @scaife.perseus.org
    σὺ δʼ ἐκεῖ προτείνας καὶ ὑποσχὼν καὶ καταισχύνας τούτους ἐνθάδε σεμνολογεῖ, καὶ λογάρια δύστηνα μελετήσας καὶ φωνασκήσας οὐκ οἴει δίκην δώσειν τηλικούτων καὶ τοσούτων ἀδικημάτων,

Συγγενικά

επεξεργασία