λογαριασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λογαριασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λογαριάζω
Μετοχή επεξεργασία
λογαριασμένος, -η, -ο
- που έχει λογαριαστεί, που είναι υπολογισμένος
- που έχει λύσει τις διαφορές του και τις διαφωνίες του με κάποιον
Μεταφράσεις επεξεργασία
λογαριασμένος
|