Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπολογισμένος η υπολογισμένη το υπολογισμένο
      γενική του υπολογισμένου της υπολογισμένης του υπολογισμένου
    αιτιατική τον υπολογισμένο την υπολογισμένη το υπολογισμένο
     κλητική υπολογισμένε υπολογισμένη υπολογισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπολογισμένοι οι υπολογισμένες τα υπολογισμένα
      γενική των υπολογισμένων των υπολογισμένων των υπολογισμένων
    αιτιατική τους υπολογισμένους τις υπολογισμένες τα υπολογισμένα
     κλητική υπολογισμένοι υπολογισμένες υπολογισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπολογισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπολογίζω

  Μετοχή επεξεργασία

υπολογισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία