υπολογίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπολογίζω < αρχαία ελληνική ὑπολογίζομαι
Ρήμα
επεξεργασίαυπολογίζω
- κάνω αριθμητικές πράξεις για να βρω το αποτέλεσμα
- προσπαθώ να εκτιμήσω ένα ορισμένο μέγεθος
- παίρνω υπόψη μου κάτι ή κάποιον πριν ενεργήσω, δείχνω σεβασμό στις επιπτώσεις που ίσως έχει πάνω σε άλλους μια ενέργειά μου
- σχεδιάζω, σκέφτομαι να κάνω κάτι
- ελπίζω ότι κάποιος θα με βοηθήσει
- υπολογίζουμε στη βοήθειά σας
Συγγενικά
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπολογίζω | υπολόγιζα | θα υπολογίζω | να υπολογίζω | υπολογίζοντας | |
β' ενικ. | υπολογίζεις | υπολόγιζες | θα υπολογίζεις | να υπολογίζεις | υπολόγιζε | |
γ' ενικ. | υπολογίζει | υπολόγιζε | θα υπολογίζει | να υπολογίζει | ||
α' πληθ. | υπολογίζουμε | υπολογίζαμε | θα υπολογίζουμε | να υπολογίζουμε | ||
β' πληθ. | υπολογίζετε | υπολογίζατε | θα υπολογίζετε | να υπολογίζετε | υπολογίζετε | |
γ' πληθ. | υπολογίζουν(ε) | υπολόγιζαν υπολογίζαν(ε) |
θα υπολογίζουν(ε) | να υπολογίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπολόγισα | θα υπολογίσω | να υπολογίσω | υπολογίσει | ||
β' ενικ. | υπολόγισες | θα υπολογίσεις | να υπολογίσεις | υπολόγισε | ||
γ' ενικ. | υπολόγισε | θα υπολογίσει | να υπολογίσει | |||
α' πληθ. | υπολογίσαμε | θα υπολογίσουμε | να υπολογίσουμε | |||
β' πληθ. | υπολογίσατε | θα υπολογίσετε | να υπολογίσετε | υπολογίστε | ||
γ' πληθ. | υπολόγισαν υπολογίσαν(ε) |
θα υπολογίσουν(ε) | να υπολογίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υπολογίσει | είχα υπολογίσει | θα έχω υπολογίσει | να έχω υπολογίσει | ||
β' ενικ. | έχεις υπολογίσει | είχες υπολογίσει | θα έχεις υπολογίσει | να έχεις υπολογίσει | ||
γ' ενικ. | έχει υπολογίσει | είχε υπολογίσει | θα έχει υπολογίσει | να έχει υπολογίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υπολογίσει | είχαμε υπολογίσει | θα έχουμε υπολογίσει | να έχουμε υπολογίσει | ||
β' πληθ. | έχετε υπολογίσει | είχατε υπολογίσει | θα έχετε υπολογίσει | να έχετε υπολογίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υπολογίσει | είχαν υπολογίσει | θα έχουν υπολογίσει | να έχουν υπολογίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπολογίζομαι | υπολογιζόμουν(α) | θα υπολογίζομαι | να υπολογίζομαι | ||
β' ενικ. | υπολογίζεσαι | υπολογιζόσουν(α) | θα υπολογίζεσαι | να υπολογίζεσαι | (υπολογίζου) | |
γ' ενικ. | υπολογίζεται | υπολογιζόταν(ε) | θα υπολογίζεται | να υπολογίζεται | ||
α' πληθ. | υπολογιζόμαστε | υπολογιζόμαστε υπολογιζόμασταν |
θα υπολογιζόμαστε | να υπολογιζόμαστε | ||
β' πληθ. | υπολογίζεστε | υπολογιζόσαστε υπολογιζόσασταν |
θα υπολογίζεστε | να υπολογίζεστε | (υπολογίζεστε) | |
γ' πληθ. | υπολογίζονται | υπολογίζονταν υπολογιζόντουσαν |
θα υπολογίζονται | να υπολογίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπολογίστηκα | θα υπολογιστώ | να υπολογιστώ | υπολογιστεί | ||
β' ενικ. | υπολογίστηκες | θα υπολογιστείς | να υπολογιστείς | υπολογίσου | ||
γ' ενικ. | υπολογίστηκε | θα υπολογιστεί | να υπολογιστεί | |||
α' πληθ. | υπολογιστήκαμε | θα υπολογιστούμε | να υπολογιστούμε | |||
β' πληθ. | υπολογιστήκατε | θα υπολογιστείτε | να υπολογιστείτε | υπολογιστείτε | ||
γ' πληθ. | υπολογίστηκαν υπολογιστήκαν(ε) |
θα υπολογιστούν(ε) | να υπολογιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υπολογιστεί | είχα υπολογιστεί | θα έχω υπολογιστεί | να έχω υπολογιστεί | υπολογισμένος | |
β' ενικ. | έχεις υπολογιστεί | είχες υπολογιστεί | θα έχεις υπολογιστεί | να έχεις υπολογιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει υπολογιστεί | είχε υπολογιστεί | θα έχει υπολογιστεί | να έχει υπολογιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υπολογιστεί | είχαμε υπολογιστεί | θα έχουμε υπολογιστεί | να έχουμε υπολογιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε υπολογιστεί | είχατε υπολογιστεί | θα έχετε υπολογιστεί | να έχετε υπολογιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υπολογιστεί | είχαν υπολογιστεί | θα έχουν υπολογιστεί | να έχουν υπολογιστεί |