Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας reckon
γ΄ ενικό ενεστώτα reckons
αόριστος reckoned
παθητική μετοχή reckoned
ενεργητική μετοχή reckoning

  Ρήμα επεξεργασία

reckon (en)

  1. εκτιμώ, θεωρώ
  2. (μεταβατικό, ανεπίσημο) υποθέτω, περιμένω να κάνω κάτι
    I reckon that it will take us two years to finish.
    Υποθέτω θα μας πάρει κάνα δυο χρόνια να τελειώσουμε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη suppose

  Πηγές επεξεργασία