compte
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
compte (fr), des comptes.
Ομόφωνα
επεξεργασίαle conte, le comte, il compte.
Il a fait les comptes : έκανε τους λογαριασμούς / τον λογαριασμό.
Il travaille pour le compte de X : δουλεύει για λογαριασμό του Χ.