Ετυμολογία

επεξεργασία
comte < cuens < λατινική comes

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ̃t/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
comte comtes

comte (fr) αρσενικό (θηλυκό comtesse)

Σημειώσεις

επεξεργασία
Στη γαλλική και στη βελγική αριστοκρατία, ο κόμης είναι ανώτερος του υποκόμητα και κατώτερος του μαρκησίου.

Συγγενικά

επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία