Ετυμολογία

επεξεργασία
κόμης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κόμης < λατινική comes (ακόλουθος) < cum + eo

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈko.mis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κό‐μης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόμης αρσενικό (θηλυκό: κόμισσα ή κόμησσα)

Ταυτόσημο

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

κόμης θηλυκό