κόμης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κόμης < ελληνιστική κοινή κόμης < λατινική comes (ακόλουθος)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κόμης αρσενικό (θηλυκό: κόμισσα ή κόμησσα)
Επεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- κόμης στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κόμης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
κόμης θηλυκό